ψαρευτική
Смотреть что такое "ψαρευτική" в других словарях:
ψαρευτική — η, Ν [ψαρεύω] αλιεία … Dictionary of Greek
ψαρευτική — η η τέχνη του ψαρά, η ψαρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ψάρια, ψαρίσιος. 2. το θηλ. ως ουσ., ψαρική η τέχνη του ψαρά, η ψαρευτική, η αλιευτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)